- ισόμετρος
- -η, -ο (ΑΜ ἰσόμετρος, -ον)1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικόςμσν.αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις(μσν.- αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.)αρχ.αυτός που έχει το ίδιο βάρος με κάποιον άλλο2. ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — τίτλος έργου τού Ζηνοδώρου3. αστρον. αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό πλάτος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμετρονπάπ. άγαλμα που έχει φυσικές διαστάσεις.επίρρ...ισομέτρως και ισόμετρα (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)σε ίσο μέτρομσν.συμμετρικάαρχ.1. σε ίσο βαθμό2. με ισότητα, χωρίς υποταγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. κακό-μετρος, μονό-μετρος].
Dictionary of Greek. 2013.